- δόναξ
- δόναξshaken with the wind')masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… … Dictionary of Greek
δονάκεσσι — δόναξ shaken with the wind ) masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δονάκεσσιν — δόναξ shaken with the wind ) masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δονάκων — δόναξ shaken with the wind ) masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούνακα — δόναξ shaken with the wind ) masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούνακας — δόναξ shaken with the wind ) masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούνακος — δόναξ shaken with the wind ) masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόνακα — δόναξ shaken with the wind ) masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόνακας — δόναξ shaken with the wind ) masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόνακες — δόναξ shaken with the wind ) masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)